κρυάδα

κρυάδα
η
1. το αίσθημα του κρύου, η ψυχρότητα: Έρχεται μια κρυάδα από την ανοιχτή πόρτα.
2. ανατριχίλα, κρυάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυάδα — (Μ κρυάδα) 1. το αίσθημα τού κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα 2. κρυολόγημα στον πληθ. οι κρυάδες ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο νεοελλ. 1. ανατριχίλα, φρικίαση 2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία 3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε») 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • бог по силе крест налагает — После стрижки Господь на овец теплом пахнёт Ср. Gott verteilt nach den Kleidern die Kälte. Ср. A Brebis tondu Dieu mesure le vent. Ср. Dio manda il freddo seconde i panni. Giusti. 72 (Toscan.). Ср. Προς τα σάχχια μερίζει ό θεος την κρυάδα. По… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Бог по силе крест налагает — Богъ по силѣ крестъ налагаетъ. Послѣ стрижки Господь на овецъ тепломъ пахнѐтъ. Ср. Gott verteilt nach den Kleidern die Kälte. Ср. A Brebis tondu Dieu mesure le vent. Ср. Dio manda il freddo secondo i panni. Giusti. 72 (Toscan.). Ср. Πρὸς τὰ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κρυαδερός — ή, ό ψυχρός, υπόψυχρος, κρύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυάδα + κατάλ. ερός (πρβλ. λιακαδ ερός, σκιαδ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχρολογία — ἡ, ΜΑ [ψυχρολόγος] ψυχρός λόγος, κρυάδα …   Dictionary of Greek

  • ρίγος — το ους 1. τρεμούλιασμα του σώματος εξαιτίας κρύου, κρυάδα, σύγκρυο: Από το πολύ κρύο τον έπιασε ρίγος. 2. το πρώτο στάδιο σε μερικές αρρώστιες (ελονοσία κτλ.): Του ρθε πάλι ρίγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρικίαση — η ρίγος που οφείλεται σε αίτια φυσικά (ψύχος) ή ψυχικά (φόβος, χαρά, συγκίνηση) ή σε παθολογικές καταστάσεις (πυρετός), κρυάδα, ανατριχίλα, σύγκρυο, τουρτούρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχρότητα — η 1. η ιδιότητα του ψυχρού, η κρυάδα. 2. έλλειψη ενθουσιασμού, απάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”